- σχαλίζω
- σχαλίζω,A suckle, Hsch., Phot., Suid.; σχαδίσαι in EM739.42; cf. ἰσχαλεῦσαι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σχαλίζω — και κατά το Μέγα Ετυμολογικόν σχαδίζω Α 1. (κατά τον Ησύχ., Φώτ. και Σούδ.) θηλάζω, βυζαίνω 2. πιθ. σκαλίζω τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. είναι πιθ. εσφαλμένος] … Dictionary of Greek
σχαλίσαι — σχαλίζω suckle aor inf act σχαλίσαῑ , σχαλίζω suckle aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχαδίζω — Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) βλ. σχαλίζω … Dictionary of Greek